* γραμμένη πριν από 25 χρόνια!!
Το γλυκοχάραμα βρήκε τον Ρόμπιν να προσπαθεί να βάλει σε μια σειρά τα όσα εκείνο το βράδυ είχε δει στον ύπνο του. Δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει τη σκέψη του, καθώς η παλιά ξύλινη πόρτα του στάβλου έτριξε στο άνοιγμα της και η τεράστια μορφή του πατριού του εμφανίστηκε σαν το πρώτο μαύρο σύννεφο πριν ξεσπάσει η καταιγίδα.
«Επιστροφή στη πραγματικότητα», σκέφτηκε.
«Σήκω πάνω, τεμπέλη! Δε σε ταΐζω για να είσαι όλη μέρα ξαπλωμένος. Πάρε το μουλάρι και πήγαινε στο σπιτάκι στη λίμνη να φέρεις ξύλα για το τζάκι. Και κοίτα μην χαζεύεις με τα παραμύθια που σκέφτεσαι συνέχεια, γιατί πρέπει να γυρίσεις γρήγορα. Έχουμε πολλές δουλειές να κάνουμε», του είπε, κοιτάζοντας τον ειρωνικά.
«Καλά.», του είπε ο Ρόμπιν και σηκώθηκε από το μισοσαπισμένο στρώμα.
Δέκα λεπτά αργότερα, βρισκόταν καθισμένος δίπλα στη μικρή λιμνούλα και προσπαθούσε να συνεχίσει τη σκέψη του από εκεί που την είχε αφήσει το πρωί, πριν τον διακόψει ο πατριός του.
Η Γκουίνεθ, η μικρή νεράιδα τον κοίταξε μ ‘εκείνα τα γαλαζοπράσινα ματάκια της, και τον έκανε να σαστίσει μπροστά σ’ αυτό το υπέροχο θέαμα.
«Τι ζητάει ένα δεκάχρονο αγόρι χαράματα στη λίμνη, μια τέτοια μέρα; Δεν θα έπρεπε να βρίσκεσαι με την οικογένεια σου μπροστά στο τζάκι και να παίζεις με τα αδέρφια σου;»
«Ίσως όλα αυτά γλυκιά μου νεράιδα, να γίνονται στο δικό σου κόσμο, του παραμυθιού. Στον δικό μου, υπάρχει ένας αχυρώνας και ένας πατριός, που η μόνη στοργή που γνωρίζει είναι ένα χέρι ξύλο κάθε φορά που αργώ να γυρίσω σπίτι, όπως τώρα. Και αυτός είναι ο λόγος που θα πρέπει να σε αφήσω μόνη σου.»
«Δεν πειράζει γλυκέ μου Ρόμπιν, πήγαινε και να είσαι σίγουρος ότι θα τα ξαναπούμε πολύ σύντομα.»
Η ομίχλη έπεσε σχεδόν μαζί με την νύχτα στο μικρό αγρόκτημα.
Ο Ρόμπιν είχε επιτέλους καταφέρει να τελειώσει όλες τις δουλειές που του είχε αναθέσει ο πατριός του και ετοιμαζόταν να φάει ένα κομμάτι ψωμί και λίγο παστό κρέας που του είχε σχεδόν πετάξει ο πατριός του πριν λίγο.
Είχε σχεδόν αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο να καταβροχθίσει το φαγητό του, όταν ένας θόρυβος τον έκανε να σταματήσει σαστισμένος.
Γύρισε προς εκείνη την κατεύθυνση και είδε ένα δυνατό φως και μια γνώριμη φωνή να του λέει:
«Είδες Ρόμπιν, κράτησα την υπόσχεση μου και είμαι και πάλι εδώ.»
Το φαγητό σχεδόν του έπεσε από τα χέρια. Τίποτα δεν είχε πια σημασία για εκείνον παρά μόνο η Γκουίνεθ. Άλλωστε δεν είναι και λίγο, το όνειρο να γίνεται πραγματικότητα.
«Ήρθα για να σου δώσω αυτό που τόσα χρόνια είχες στερηθεί!»
Δεν πρόλαβε να πει τίποτα άλλο και όλα γύρω χάθηκαν.
Μια δυνατή λάμψη και ξαφνικά οι δυο τους βρίσκονταν σε ένα εντελώς διαφορετικό σκηνικό. Δεν ήταν ούτε παλάτι, ούτε πύργος, παρά μόνο ένα μικρό αγροτόσπιτο. Μια εντελώς άγνωστη μα συνάμα οικεία φωνή ακούστηκε.
«Ρόμπιν, έλα, το φαγητό είναι έτοιμο.»
Σαστισμένος γύρισε να κοιτάξει την μικρή νεράιδα.
«Πήγαινε Ρόμπιν. Η μητέρα σου σε φωνάζει», και ένα δάκρυ κύλησε στα μάτια της.
Λίγα λεπτά αργότερα ο Ρόμπιν βρισκόταν δίπλα από το αναμμένο τζάκι και απολάμβανε αυτό που πάντα ονειρευόταν.
Την οικογενειακή θαλπωρή.
Την ίδια ώρα η μικρή Γκουίνεθ κοιτάζοντας από το παράθυρο, ψιθύρισε.
«Καλή τύχη μικρέ μου Ρόμπιν.»
Πριν προλάβει το τελευταίο της δάκρυ να αγγίξει το χώμα, η μικρή νεράιδα σωριάστηκε και έγινε σκόνη στο πλατύσκαλο της αυλής.