** Η ιστορία που ακολουθεί, είναι βασισμένη σε … αληθινά γεγονότα και ΠΟΛΥ φαντασία Ελπίζω να σας αρέσει…..
“Συγνώμη κ. Χρήστο, σας πειράζει να κάτσω λίγο εδώ στο μαρμαράκι σας μέχρι να φτιάξουν τον τάφο της μητέρας μου;”
“Όχι παλικάρι μου, τι να με πειράξει; Λίγη παρέα καλό θα μου κάνει!”
“Έλα μου; Ποιός μίλησε;”
“Εδώ δίπλα σου, ο Χρήστος, ντε!”
“Α, καλά! Λίγη ώρα μόνο είμαι εδώ και άρχισα να ακούω φωνές μάνα!”
“Δεν σε ακούει η μητέρα σου, άδικα της μιλάς.”
“Πώς το ξέρετε; Εσείς πώς μπορείτε και εκείνη όχι;”
“Δεν είναι έτοιμη ακόμη αγόρι μου. Εγώ όπως βλέπεις στο τάφο μου είμαι πιο παλιός! Χρειάζεται χρόνος. Μια προετοιμασία πρώτα. Και δεν θα τα καταφέρουν όλοι!”
“Γιατί;”
“Γιατί κάποιοι δεν θέλουν. Θεωρούν ότι τελείωσαν με τον κάτω κόσμο. Θέλουν να συνεχίσουν τη ζωή τους. Να βρουν παλιούς γνωστούς. Να δουν νέα πράγματα.”
“Ποια ζωή τους; Υπάρχει όντως ζωή μετά;”
“Φυσικά, αλλά όχι όπως αυτή που ξέρεις. Αυτή που ζούμε στη Γη.”
“Δηλαδή, πώς είναι;”
“Θα μάθεις όταν έρθει η ώρα. Όχι η ώρα σου, προς Θεού! Αλλά είναι νωρίς ακόμα. Να γνωριστούμε λίγο καλύτερα πρώτα.”
“Α, ωραία! Κοίτα που θα γίνουμε και φιλαράκια.”
“Γιατί όχι; Είμαστε και συνομήλικοι!”
“Και που το ξέρετε ότι θα ξαναρθώ;”
“Τι; Έτσι θα αφήσεις τη μητέρα σου;”
“Μα αφού δεν με ακούει μου είπατε!”
“Να κόψουμε τον πληθυντικό; Τώρα, όχι, δεν σε ακούει, αλλά θα έρθει η ώρα που θα μπορεί.”
“Ναι, και αν δεν θέλει; Αν επέλεξε να συνεχίσει, όπως είπατε, συγνώμη, είπες;”
“Εσύ θα της μιλάς, εκείνη θα σε ακούει και ας μην απαντά. Πάντα θα ακούει, είναι μάνα! Στο κάτω, κάτω της γραφής είμαστε και εμείς εδώ.”
“Εσύ, εννοείς. Είπες να κόψουμε τον πληθυντικό.”
«Εμείς! Καλά είπα. Είμαστε πολλές ψυχές εδώ που θέλουμε παρέα, που θέλουμε να μας ακούσουν. Να πούμε την ιστορία μας.”
“Γιατί σε μένα; Γιατί στους ζωντανούς; Γιατί δεν μιλάτε στους δικούς σας που είναι από την άλλη πλευρά, στην νέα σας ζωή εννοώ;”
“Γιατί δεν μπορούν να κάνουν κάτι εκείνοι. Πρέπει να γίνει κάτι από αυτό τον κόσμο, από τον δικό σας, τον πάνω όπως τον μάθαμε να τον λέμε.”
“Και γιατί να πρέπει να γίνει κάτι; Αφού τώρα έχετε φύγει από αυτό το κόσμο. Έχετε εκκρεμότητες; Αν και να έχετε τι σημασία έχει πιά; Τώρα είσαστε αλλού και μάλλον καλύτερα απ’ ότι καταλαβαίνω.”
“Εκκρεμότητες, καλά το είπες Πέτρο.”
“Εντάξει, κι αυτό να είναι, τι σημασία έχει πια; Τι σημασία έχει αφού δεν μπορείτε να κάνετε κάτι;”
“Εγώ όχι, σωστά. Εσύ όμως;”
“Συγνώμη; Εγώ; Τι σχέση έχω εγώ με την εκκρεμότητα σας, σου;”
“Καμία!”
“Α, μπράβο! Γιατί προς στιγμήν ανησύχησα.”
“Αλλά, αν θες;”
“’Ωπα, Χρήστο, ώπα! Αν θέλω τι;”
“Εγώ ήρθα μια βόλτα στον τάφο της μητέρας μου και έχω βρεθεί να έχω πιάσει ψιλή κουβεντούλα με, πως να το πω τώρα; Νεκρό; Πνεύμα; Φάντασμα; Επισκέπτη από τον κάτω κόσμο;”
“Ψυχή. Ψυχή να με πεις Πέτρο, ψυχή που ψάχνει.”
“Ψυχή που ψάχνει. Μάλιστα. Και τι ψάχνει;”
“Αυτόν ή αυτήν που την έστειλε εδώ! Δικαίωση ψάχνω!”
“Τι; Τι εννοείς;”
«Τον/τους δολοφόνους μου, Πέτρο. Αυτή είναι η εκκρεμότητα μου και θέλω τη βοήθεια σου. Σκέψου ότι έφυγα νωρίς. Είμαστε συνομήλικες αν δεις την ταφόπλακα μου.”
“Ναι, αλλά αυτό δεν λέει κάτι. Τόσοι και τόσοι φεύγουν κάθε μέρα πριν την ώρα τους.”
“Σωστά. Αλλά εγώ ήμουν υγιής και πέθανα ξαφνικά.”
“Και πάλι, ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος είσαι που πεθαίνει ξαφνικά και ας ήταν υγιής.”
…συνεχίζεται ή και όχι…